- κάμψαντα
- κάμπτωkam̃p-asaor part act neut nom/voc/acc plκάμπτωkam̃p-asaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάμψαντ' — κάμψαντα , κάμπτω kam̃p as aor part act neut nom/voc/acc pl κάμψαντα , κάμπτω kam̃p as aor part act masc acc sg κάμψαντι , κάμπτω kam̃p as aor part act masc/neut dat sg κάμψαντε , κάμπτω kam̃p as aor part act masc/neut nom/voc/acc dual κάμψαντο … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όκλαση — η (Α ὄκλασις) [οκλάζω] καθιστική στάση με κάμψη τών γονάτων («λέγεται τὸ ἐπὶ τὰς κνήμας καὶ τὰς πτέρνας κάμψαντα τὰ γόνατα καθίσαι», Ιπποκρ.) νεοελλ. όρος τής γυμναστικής ο οποίος δηλώνει τη θέση τού σώματος κατά την οποία κάμπτονται τα γόνατα… … Dictionary of Greek